βαθομέτρηση

βαθομέτρηση
[-ις (-εως)] η измерение глубины (моря и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαθομέτρηση" в других словарях:

  • βαθομέτρηση — η η μέτρηση του βάθους: Η βαθομέτρηση των παραλιών είναι απαραίτητη για την προστασία των κολυμβητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθομέτρηση — η η μέτρηση του βάθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάθος + μέτρηση ( ις). Ο τ. βαθομέτρησις μαρτυρείται το 1891 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στην εφημερίδα Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • βαθομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθομέτρηση …   Dictionary of Greek

  • βαθομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βαθομέτρηση ή έχει σχέση μ’ αυτήν: Στους βαθομετρικούς χάρτες σημειώνονται τα βάθη των θαλασσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»